Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Όταν τα ΟΧΙ σημαίνουν ΝΑΙ!



Έλαβα το γράμμα σου εχθές. Ξέρω, δεν νοιώθεις υπερήφανος για το σήμερά μας… Ούτε εγώ. Όμως να ξέρεις πως όταν σφίγγεται η καρδιά, η λύπηση γίνεται χείμαρρος και ξεσπά. Από το ξεθέωμα της πορείας στην ιστορία, ανάμεσα σε λέξεις και εικόνες μάχης σου, περιπλανήθηκα και μέθυσαν τα μάτια μου από τις μορφές τις τυραννημένες… Τότε περνούσαν πεζικά. Τώρα περνάνε ογκώδη απάνθρωπα μέτρα και τα ΝΑΙ τους με φοβίζουν. Μοιάζουν οι εποχές μας, παππού. Ξέρεις, τότε, εσείς κοιτούσατε το ψωμί, την κουραμάνα και την μπομπότα και κλαίγατε από μέσα σας μια θάλασσα. Και τώρα, μην νομίζεις… Στραπατσαρισμένα κουτσαίνοντας κινούνται τα μυαλά μας όπως – όπως στο ψωμί της μέρας μας. Οι μέρες μας, παππού, μας κοιτάνε με μάτι σαστισμένο, αδειανό. Αφού περάσει κανένα λεφούσι κόσμος που ξεπόρτισε για το μέλλον του, βλέπεις κάπου – κάπου να έχουν ξεμείνει σκέψεις να χάσκουν, καθισμένες σε παγκάκια. Κοιτάνε τον ουρανό, περπατάνε με το βλέμμα τους τον κόσμο γύρω τους, περιέρχονται σε δωμάτια μεγάλα, άδεια με ιδέες και λέξεις, παππού…

Μιλούσες θυμάμαι για τους ήρωες. Τους… βραδυπορούντες. Ένας, γράφεις, έχει χτυπήσει το πόδι του, το περπατά προσεκτικά, σαν άγιο λείψανο, φασκιωμένο με τραγικά κουρέλια. Και τώρα, μην νομίζεις… Ο κόσμος ντύθηκε την θλίψη του και βολοδέρνει με άδειες κουβέντες, τα σώματά του βαριές πέτρες σέρνει με σκοινί την μπόρεσή του στους δρόμους. Να, να εκεί παππού, έχει λίγο κομμάτι ήλιο. Βλέπεις; Μα τι είναι αυτή η σκιά, παππού; Ένας άνθρωπος ανήμπορος, προσπαθεί να διασχίσει τον δρόμο. Παρασέρνει το κορμί του ένας άνεμος. Όχημα φορτωμένο τα γκάζια του όλα, ο καιρός, παππού. Και παραδίπλα, φοβισμένος ένας ξένος στην χώρα, τον κοιτά και δεν τολμά να απλώσει το χέρι. Αλλιώς ήταν τότε, γράφεις. Τότε συντρόφευαν ο ένας τον άλλο. Τώρα ποδαράτοι πηγαίνουμε μοναχοί. Μοναχοί και μόνοι, παλεύοντας με ανεμομύλους και με εχθρούς.

Αγιασμένο αθάνατο ελληνικό ριζικό. Από την Σμύρνη, ηγέτες των ονείρων, προμηθευτές του μεγαλείου μιας Ελλάδας που πνίξαμε στην γάζα, στο γύψο, στην ζητιανιά. Τρεις ουγκιές μέλλον και όμως ακόμα εδώ κολλημένοι, παππού. Υποβαστάζουμε το χθες με κιτρινισμένες φωτογραφίες, κειμήλιο των ένδοξων καιρών. Τίποτε δεν περισώσαμε για το σήμερα και το αύριο. Τίποτε. Με τις δικές σας καραμπίνες τινάξαμε τα κορμιά, κουφάρια στον αέρα. Σε μια σειρά στο γράμμα σου, το διάβασα σταράτα. Το λες! Όργωσες μέσα σε δυο μόλις γενιές, τη Μακεδονία, την  Ήπειρο, την Αλβανία, την Θράκη, την Ουκρανία, τη Μικρά Ασία, και πάλι την Ήπειρο, την Αλβανία - τώρα. Κι εμείς, παππού. Οργώνουμε το άρρωστό μας χώμα και δεν λέει να καρπίσει.

Μέσα μου βαθιά παππού, τρεμοπαίζει ένα εμβατήριο. Μα το φοβάμαι μην με κατασπαράξει. Μην βγει έξω σαν θεριό ανήμερο και μου φάει τις σάρκες. Τη μνήμη προσπαθώ να περισώσω παππού. Τη μνήμη που σκουριάζει στης θάλασσας τη λήθη. Στο κύμα που παρέσυρε το χθες μας. Την ιστορία μας. Στην θάλασσα που χάραξε άλλες πορείες. Προς τον βορά. Ήθελε να μοιάζει παππού, ακούς; Να μοιάζει. ΌΧΙ να είναι! Σε λίγα μόλις χρόνια, ένα τροχοφόρο εκσυγχρονισμού, καταπάτησε το σήμερά μου. Το αύριό μου. Το χθες μας! Ένιωσα την καρδιά μου να τρεμοπαίζει από σπαραγμό και περηφάνια παππού. Κι ήταν όλα μου τα συναισθήματα εκεί μαζεμένα, στο προαύλιο των αναμνήσεων με την σχολική τους ποδιά, καλοσιδερωμένο ηθικό, ολοζώντανο μέτωπο στεντόρειο και ανοιχτό προς τους ουρανούς. Κι απ’ έξω, απιθωμένοι από της ψυχής μου τα οδοφράγματα, παππού, άφησα αυτούς, που «πολιτισμένοι» επιδρομείς, χυμώντας κατά πάνω μας με μηχανές θανάτου, ξερνάνε το σαράκι τους, κεραυνό και λάσπη στο «σήμερά» μας.

Από το '12 παππού, έμαθες τι πάει να πει ΞΕΝΟΣ. Από το σπίτι, στον κήπο κι από εκεί σε βάρκα κι από εκεί σε άλλο σπίτι κι από εκεί σε άλλο κι άλλο κι άλλο… Και τώρα παππού, που; Άπατρις, πυργώνεις την σιωπή σου, μετράς σπιθαμές την οργή μέσα μου παππού και με χτίζεις θάρρος. Μπορεί να ξαστοχεί η ζωή, μα το ΘΕΛΩ μου ΜΠΟΡΕΙ! Την σημαία παππού. ΤΗΝ ΣΗΜΑΙΑ. ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ παππού. ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ. Σπαράζω στο σημείο με την ψυχή μου. Για την χώρα μου που ξεπουλάνε. ΌΧΙ. Δεν μου ανήκει η χώρα. Σε κανέναν δεν ανήκει. Την χτίζουμε, την μεταμορφώνουμε, της φτιάχνουμε την ελπίδα. Στον εξώστη των ματιών μου, σκαρφαλώνει το έπος σου παππού. Το 40, λες, παλέψατε σαν παλικάρια. Σαν βουνά. Σαν ίσκιοι πελώριοι που σκιάσατε τα σύννεφα. Η μέρα ήταν Δευτέρα. Ξεκινούσε μια νέα εβδομάδα ο Θεός. Οι καμπάνες τσάκισαν τα γόνατα. Κόσμος πήγαινε δουλειά, άλλοι πιάναν την σοδειά, η μητέρα κι ο πατέρας  στο λιοτρίβι. Του πατέρα του άρεσαν, λες, τα φύλλα της λεμονιάς. Τα χάιδευε και ταξίδευε πίσω στην Μπέλα Βίστα με τις μεγάλες αυλές και τους φραγκομαχαλάδες. Και τότε, λες, είχε χτυπήσει κι άλλη καμπάνα. Στην Αγία Φωτεινή. Τότε που τα καράβια γέμιζαν πτώματα και ζωντανούς όπως όπως στοιβαγμένους. Άλλοι για το όνειρο κι άλλοι για τον εφιάλτη. Τώρα χτυπούσε δεύτερη φορά καμπάνα.

Ξαφνικά, ο κόσμος σάστισε. Έτρεχε με πόδια και χέρια. Και με το μυαλό στον φόβο. Τηλέφωνα δεν είχατε, ράδια, τηλεόραση, πήγατε στην πλατεία. Η είδηση ήρθε στο πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα. Σε λίγο μια λέξη κάλυψε την πλάση. «Πόλεμος! πόλεμος!». Η Ιταλία έμπαινε στην Πίνδο. Ο Μεταξάς. Ένα μεγάλο ΟΧΙ.Επιστράτευση. Άνδρες μπαίνουν στα σπίτια. Κι εσύ αμούστακο παιδί, φοράς το χακί. Ντύνονται της μάνας την ευχή και μπαίνουν στο πρώτο τραίνο. Σταθμός. Κι απ’ τα χωριά, παιδιά κατέβηκαν στην πόλη. Ένα σμάρι κόσμος ζυμωμένος. Μάτια υγρά. Παππού, θα γυρίσεις νικητής. Ποιος νικητής και ποιος νικημένος; Γυναίκες με τους άντρες τους. Αντίο. Αγκαλιές. Ευχές. «Να προσέχεις». «Να μου γράφεις».  Και μετά, το τραίνο έφυγε. Έπιασε ομίχλη.  

Τα υπόλοιπα τα ’γραψε η ιστορία. Και τα τραγούδια που έκανε κόμπο στο λαιμό ο κοσμάκης και ύμνησε το μεγαλείο σας. Στο σήμερα παππού, κανείς δεν τα θυμάται, μάλλον. Ή δεν θέλει να τα θυμάται. Τώρα υπάρχει άλλη κατοχή, να τους ταΐζει το μυαλό, παππού. Άλλοι κουβαλάνε τα παιδιά τους σε σταθμούς για άλλα ταξίδια, άλλες πορείες, άλλες μάχες. Χωρίς όπλα. Και οι «Μεταξάδες» φωνάζουν στον λαό ΟΧΙ! Μα το δικό μου ΌΧΙ παππού, δεν το είπα ακόμη. Παππού... έχω τόση δύναμη μέσα μου που μπορώ σε μια αγκαλιά και την σιωπή μου, να φουρτουνιάσω το μέσα μου και να φωνάξω ΝΑΙ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου